ἀπένειμαν

ἀπένειμαν
ἀπονέμω
portion out
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Όσκοι — (Osci). Λαός των Σαβέλλων, που κατοικούσε στα κεντρικά Απέννινα. Οι αρχαίοι Έλληνες τους ονόμαζαν Οπικούς. Οι Ο. κατέβηκαν στην Καμπανία και κατέλαβαν την Καπύη, την Κύμη και ένα μέρος του Λατίου, όπου, στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ίδρυσαν τρεις… …   Dictionary of Greek

  • δρυΐδες — Μέλη του ανώτατου ιερατείου των αρχαίων Κελτών, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει ιδιαίτερη θρησκεία, τον δρυϊδισμό, που βασιζόταν στις δικές τους διδασκαλίες και στις σχετικές με αυτές λατρείες. Οι αναφορές για τους δ. χρονολογούνται τουλάχιστον από… …   Dictionary of Greek

  • κομφουκιανισμός — Πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που έλαβε την ονομασία του από τον Κινέζο φιλόσοφο Κοφούκιο (βλ. λ.). Το σύστημα αυτό διαδόθηκε και πέρα από τα σύνορα της Κίνας (Κορέα, Ιαπωνία) και αναπτύχθηκε, στην πορεία των αιώνων, από άλλους… …   Dictionary of Greek

  • σιισμός — ο, Ν [σιίτες] θρησκειολ. ο δεύτερος, μετά τον σουνισμό, μεγάλος κλάδος τού ισλαμισμού, οι οπαδοί τού οποίου δέχονται ως διάδοχο τού Μωάμεθ τον γαμβρό του και τέταρτο χαλίφη Αλή, στον οποίο οι ιδρυτές της απένειμαν τον τίτλο τού ιμάμη, τού… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης — Επώνυμο αγωνιστώντου1821. 1. Απόστολος. Γεννήθηκε στα Λαγκάδια της Γορτυνίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Μετά την Επανάσταση σπούδασε νομικά και ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο. Διορίστηκε πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και το 1881 υπουργός… …   Dictionary of Greek

  • Αιγός Ποταμοί — Μικρό ποτάμι (τουρκ. Καράκοβα τσάι) στη χερσόνησο της Καλλίπολης και, κατά την αρχαιότητα, ομώνυμη μικρή πόλη στις εκβολές του, απέναντι από τη Λάμψακο. Εκεί, τον Αύγουστο του 405 π.Χ. ο σπαρτιάτικος στόλος (περίπου 200 τριήρεις) με αρχηγό τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαμαλιήλ — Όνομα Εβραίων νομοδιδασκάλων. 1. Γ. Α’ (1ος αι. μ.Χ.). Περίφημος νομοδιδάσκαλος της Ιερουσαλήμ του οποίου μαθητής ήταν και ο Απόστολος Παύλος. Διακρινόταν για τη σοφία και τη σύνεσή του, αρετές που αποδείχτηκαν όταν ως μέλος του Μεγάλου Ιουδαϊκού …   Dictionary of Greek

  • Ιδομενέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της Κρήτης και γιος του Δευκαλίωνα, γιου του Μίνωα. Σύμφωνα με τον Όμηρο, οδήγησε μαζί με τον Μηριόνη (γιο του ετεροθαλή αδελφού του, Μώλου) με στόλο 80 πλοίων τους Κρήτες εναντίον της Τροίας. Μετά τη λήξη του… …   Dictionary of Greek

  • Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο — Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της.… …   Dictionary of Greek

  • Κοττούβαλης — Επώνυμο οικογένειας από τη Μεθώνη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ορισμένα μέλη της κατέφυγαν στην Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους το 1499. 1. Δημήτριος (16oς αι.). Υπηρέτησε στον ενετικό στρατό με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”